τάλαρον

τάλαρον
τάλαρος
basket
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Επιταλάριος — Ἐπιταλάριος, ἡ (Α) (επίθ. τής Αφροδίτης) που κρατά τάλαρον*, μικρό καλάθι, κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάλαρος «καλάθι»] …   Dictionary of Greek

  • πένταχος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Βοιωτούς) «τὴν τάλαρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με το αριθμητικό πέντε παραμένει αβέβαιη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”